αἰθαλίων
English (LSJ)
ωνος, prob. = αἰθαλόεις 11.2, τέττιγες Theoc.7.138.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
adj. m.
brûlé ou noirci par le soleil.
Étymologie: αἴθαλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
αἰθᾰλίων: ωνος (θᾰ) adj. m предполож. темнокоричневый (τέττιγες Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰθαλίων: -ωνος, ἐπίθ. τέττιγος, πιθανῶς = αἰθαλόεις, ΙΙ, 2. Θεόκρ. 7. 138.
Greek Monotonic
αἰθαλίων: -ωνος (αἴθαλος), επίθ. του τέττιγος, σκοτεινός, σκούρος, αυτός που φέρει το χρώμα του καπνού, σε Θεόκρ.