ἀκροπόλος

Revision as of 10:56, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

ον, (πολέω) A high-ranging, lofly, ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, cf. Od.19.205. II Subst., ἀκροπόλοι, οἱ, arctic and antarctic circles, Olymp.in Mete. 183.30.

Spanish (DGE)

-ον
1 elevado ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, Od.19.205, h.Ven.54.
2 subst. οἱ ἀ. los círculos polares Artico y Antártico, Olymp.in Mete.183.30.

German (Pape)

[Seite 84] in der Höhe seiend, hoch; vgl. οἰοπόλος; Hom. zweimal, ἐπ' (ἐν) ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Iliad. 5, 523 Od. 19, 205, im Hochgebirge.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
élevé en parl. de montagnes.
Étymologie: ἄκρος, πέλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροπόλος -ον ἄκρος, πέλομαι die zich hoog verheft, hoog.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροπόλος: высоко вздымающийся, высокий (ὄρεα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροπόλος: -ον, (πολέω) ὁ εἰς ὕψος αἰρόμενος, ὑψηλός, ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν, Ἰλ. Ε. 523, Ὀδ. Τ. 205˙ «τὸ ἐν ἀκροπ. ὄρ. ταὐτόν ἐστι τῷ κορυφαῖς ὀρῶν», Εὐστ. ἐν Ὀθ. ἔνθ’ ἀνωτ.

English (Autenrieth)

(πέλομαι), only dat. pl.: lofty.

Greek Monolingual

ἀκροπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός
2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοι
οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πόλος < πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].

Greek Monotonic

ἀκροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που σηκώνεται ψηλά, ψηλός, αγέρωχος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

πολέω
high-ranging, lofty, Hom.