ἀεκαζόμενος

Revision as of 10:57, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

English (LSJ)

η, ον, particip. form, = ἀέκων, πόλλ' ἀ. Od.13.277, cf. h.Cer.30, Od.18.135. ἀέκασσα· ἄκουσαm Hsch. ἀέκαστι, Adv., etym. of ἀέκητι, A.D.Conj.233.26, EM19.33.

Spanish (DGE)

-η, -ον
sólo part. contra la voluntad πόλλ' ἀεκαζομένη muy en contra de su voluntad, Il.6.458, cf. Od.13.277, 18.135, οἵ μ' ἀεκαζομένην μνῶνται Od.19.133, cf. h.Cer.30, Emp.Fr.Pap.d2.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui agit malgré soi.
Étymologie: , ἑκών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀεκαζόμενος -η -ον ἀέκων met tegenzin, tegen de wil:. πόλλ’ ἀεκαζομένους zeer tegen hun zin Od. 13.277.

Russian (Dvoretsky)

ἀεκαζόμενος: нежелающий: τὰ φέρει ἀ. Hom. он поневоле терпит это.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεκαζόμενος: -η, -ον, μετοχ. τύπος = ἀέκων, Ὀδ. Σ. 135, πόλλ’ ἀεκαζομένους (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Ν. 277·

English (Autenrieth)

(ἀϝέκων): unwillingly, reluctantly; w. πολλά, ‘much against one's will.’

Greek Monotonic

ἀεκαζόμενος: -η, -ον, μτχ. τύπος = ἀέκων, σε Ομήρ. Οδ.· πόλλ' ἀεκαζόμενος, αυτό που ο Βιργ. ονομάζει multa reluctans, στο ίδ.

Middle Liddell


particip. form = ἀέκων,against one's will, unwilling Od.; πόλλ' ἀεκαζόμενος, Virgil's multa reluctans, Od.