γεραιόφρων

Revision as of 11:11, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν) old of mind, sage, A.Supp.361 (lyr., Burges for γεραφρόνων).

Spanish (DGE)

-ον
venerable en el saber σὺ δὲ παρ' ὀψιγόνου μάθε γ. A.Supp.361.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui a l'esprit d'un vieillard, càd avisé, prudent.
Étymologie: γεραιός, φρήν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεραιόφρων -ον, gen. -ονος γεραιός, φρήν met de geest van een oude man, d.w.z. wijs. Aeschl. Suppl. 361.

Russian (Dvoretsky)

γεραιόφρων: ονος adj. умудренный годами, опытный (Aesch. - v.l. к γεραρὸς φρόνων).

Greek (Liddell-Scott)

γεραιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) γέρων τὰς φρένας, σοφός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ 361, κατὰ Burges ἀντὶ γεραφρόνων· πρβλ. παλαιόφρων.

Greek Monolingual

γεραιόφρων (-όνος), ο, η (Α)
συνετός.