προέργου

Revision as of 11:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

v. προύργου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προέργου zie προὔργου.

Russian (Dvoretsky)

προέργου: adv. v.l. = προὔργου.

Greek (Liddell-Scott)

προέργου: ἴδε προὔργου.

Greek Monolingual

Α
βλ. προὔργου.

Greek Monotonic

προέργου: βλ. προύργου.