θρηνῳδία

Revision as of 12:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, lamentation, ib.604d, Plu.2.657a.

German (Pape)

[Seite 1218] ἡ, Klagelied, Plat. Rep. X, 604 d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant plaintif.
Étymologie: θρηνῳδός.

Russian (Dvoretsky)

θρηνῳδία:скорбная песнь Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνῳδία: ἡ, θρῆνος μετ’ ᾠδῆς, Πλάτ. Πολ. 604D, Πλούτ. 2. 657Α.

Greek Monolingual

η (Α θρηνῳδία) θρηνωδός
πένθιμο άσμα, μοιρολόγι, θρηνολογία.

Greek Monotonic

θρηνῳδία: ἡ, θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

θρηνῳδία, ἡ,
lamentation, Plat. [from θρηνῳδός

English (Woodhouse)

dirge