βαλάνισσα
English (LSJ)
ἡ, fem. of βαλανεύς, bathing-woman, AP5.81.
Spanish (DGE)
(βᾰλάνισσα) -ης, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
fem. de βαλανεύς mujer bañera, AP 5.82.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. βαλανεύτρια.
Russian (Dvoretsky)
βᾰλάνισσα: (λᾰ) ἡ банщица Anth.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλάνισσα: ἡ, θηλ. τοῦ βαλανεύς, ὡς βασίλισσα τοῦ βασιλεύς, γυνὴ ἐν λουτρῶνι ὑπηρετοῦσα, Ἀνθ. Π. 5. 82.
Greek Monotonic
βᾰλάνισσα: ἡ, θηλ. του βαλανεύς, γυναίκα που προσφέρει υπηρεσίες στα λουτρά, σε Ανθ.