βερβέριον

Revision as of 12:31, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

τό, shabby garment, Anacr.21.3.

Spanish (DGE)

-ου, τό traje raído Anacr.82.1.

German (Pape)

[Seite 442] τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.

Russian (Dvoretsky)

βερβέριον: τό рубище Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

βερβέριον: τό, ἔνδυμα πτωχόν, Ἀνακρ. 19, ἔνθα ἴδε Bgk.

Greek Monolingual

βερβέριον, το (Α)
τριμμένο, παλιό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. < βερρόν ή βειρόν «δασύ» (Ησύχ.). Η σύνδεση με λατ. burra «μάλλινο ένδυμα, μαλλί», reburrus «με ορθωμένες τις τρίχες, πεισματάρης» είναι αβέβαιη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: kind of headdress (Anacr. 21, 3; LSJSup.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Older suggestions which started from a meaning shabby garment must now be abandoned.

Frisk Etymology German

βερβέριον: {berbérion}
Grammar: n.
Meaning: ärmliches Kleid (Anakr. 21, 3).
Etymology: Reduplizierte Bildung, vgl. βερρόν und βειρόν· δασύ, auch βίρροξ· δασύ. Μακεδόνες H. — Daran erinnert lat. burra zottiges Gewand, Wolle, reburrus widerhaarig (Fick KZ 22, 203). Sonst ohne Anknüpfung. Vgl. W.-Hofmann s. v. und s. birrus. S. auch βύρσα.
Page 1,233