intelligible
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. εὐμαθής (Xen.), σαφής. V. συνετός, εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος, σαφηνής, εὔσημος; see clear.
adj.
P. and V. εὐμαθής (Xen.), σαφής. V. συνετός, εὐσύμβολος, εὐσύμβλητος, σαφηνής, εὔσημος; see clear.