διατυλίσσω

Revision as of 12:47, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Att. διατυλίττω, unroll, S.E.M.1.281.

Spanish (DGE)

desenrollar para leer τὴν Ὁμηρικὴν διετύλισσε ποίησιν S.E.M.1.281.

German (Pape)

[Seite 608] auseinanderwickeln, aufrollen, τὴν ποίησιν, Sext. Emp. adv. math. 1, 281.

Russian (Dvoretsky)

διατῠλίσσω: (о свитке) разворачивать, раскрывать (τὴν Ὁμηρικὴν ποίησιν Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

διατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, ἐκτυλίσσω, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1.281.

Greek Monolingual

διατυλίσσω και διατυλίττω (Α)
ξετυλίγω, αναπτύσσω.