διχορραγής

Revision as of 12:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι) broken in twain, E.HF1008 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δῐχορρᾰγής) -ές partido en dos (κίων) E.Herc.1008.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brisé en deux.
Étymologie: δίχα, ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

διχορρᾰγής: расколотый надвое (κίων Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐχορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) εἰς δύο τεθραυσμένος, κίων Εὐρ. Η. Μ. 1009.

Greek Monolingual

διχορραγής, -ές (Α)
ο σπασμένος στα δύο.

Greek Monotonic

δῐχορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), σπασμένος, σκασμένος στα δύο, σε Ευρ.

Middle Liddell

adj ῥήγνυμι
broken in twain, Eur.

English (Woodhouse)

broken, rent, broken in two, split in two