δολῶπις

Revision as of 12:51, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, artful-looking, treacherous, S.Tr.1050.

Spanish (DGE)

-ιδος de mirada traidora ἡ δ. Οἰνέως κόρη S.Tr.1050.

German (Pape)

[Seite 655] ιδος, ἡ, mit listigem, betrüglichem Antlitz, Soph. Tr. 1039.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
à l'œil rusé ou perfide.
Étymologie: δόλος, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

δολῶπις: ιδος adj. f с коварством во взгляде, коварная (Οἰνέως κόρη Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δολῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ δολεροὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσα, Σοφ. Τρ. 1050.

Greek Monolingual

δολῶπις, η (Α)
αυτή που έχει δολερά μάτια.

Greek Monotonic

δολῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό βλέμμα, ύπουλη, σε Σοφ.

Middle Liddell

δολ-ῶπις, ιδος n [ὤψ]
artful-looking, treacherous, Soph.

English (Woodhouse)

cunning