δολῶπις
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
ιδος, ἡ, artful-looking, treacherous, S.Tr.1050.
Spanish (DGE)
-ιδος de mirada traidora ἡ δ. Οἰνέως κόρη S.Tr.1050.
German (Pape)
[Seite 655] ιδος, ἡ, mit listigem Antlitz, mit betrüglichem Antlitz, Soph. Tr. 1039.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
à l'œil rusé ou à l'œil perfide.
Étymologie: δόλος, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
δολῶπις: ιδος adj. f с коварством во взгляде, коварная (Οἰνέως κόρη Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
δολῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ δολεροὺς ὀφθαλμοὺς ἔχουσα, Σοφ. Τρ. 1050.
Greek Monolingual
δολῶπις, η (Α)
αυτή που έχει δολερά μάτια.
Greek Monotonic
δολῶπις: -ιδος, ἡ (ὤψ), αυτή που έχει πονηρό βλέμμα, ύπουλη, σε Σοφ.
Middle Liddell
δολ-ῶπις, ιδος n [ὤψ]
artful-looking, treacherous, Soph.
English (Woodhouse)
Translations
untrustworthy
Bulgarian: ненадежден; Czech: nedůvěryhodný; Dutch: onbetrouwbaar; Esperanto: malfidinda; Galician: falso; German: unzuverlässig; Greek: αναξιόπιστος; Ancient Greek: ἀναξιόπιστος, ἀπίθανος, ἄπιστος, δολερός, δολόεις, δολῶπις, παλίμβολος; Hungarian: megbízhatatlan; Latin: infidus, levifidus; Macedonian: недоверлив, неверодостоен; Maori: ngutu tere; Romanian: îndoielnic, nesigur; Russian: ненадёжный, не заслуживающий доверия; Swedish: opålitlig; Telugu: అవిశ్వసనీయము, నమ్మదగని; Tocharian B: empakwatte