δρῶπαξ
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, (δρέπω) pitch-plaster, Hp.Ep.19 (Hermes 53.71), Gal.6.416, Dsc.Eup.1.233, Archig. ap. Aët.3.180:—also neut. pl. δρώπακα (sc. φάρμακα), Gal.18(2).894. [ᾰ in Lat. gen., Mart.3.74, 10.65.]
German (Pape)
[Seite 670] ακος, ὁ (δρέπω), Pechmütze, um Haare auszuziehen, Medic., vgl. Martial. 3, 74. 10, 65.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
sorte d'emplâtre de résine, onguent pour épiler.
Étymologie: DELG cf. δρέπω.
Russian (Dvoretsky)
δρῶπαξ: ᾰκος ὁ дропак (смолистое вещество, служившее для удаления волос) Mart.
Greek (Liddell-Scott)
δρῶπαξ: -ακος, ὁ, (δρέπω) ἔμπλαστρον ἐκ πίσσης, Συνέσ. 75D, Γαλην. [ᾰ ἐν τῇ γενικῇ, Μαρτιάλ. 3. 74., 10. 65).
Greek Monolingual
δρῶπαξ, ο (AM)
1. έμπλαστρο από πίσσα ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για αποψίλωση, αποτριχωτική αλοιφή
2. άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, κίναιδος.
Greek Monotonic
Frisk Etymological English
See also: s. δρέπω.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
δρῶπαξ: {drō̃paks}
See also: s. δρέπω.
Page 1,422