αποψίλωση
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
η (AM ἀποψίλωσις)
1. η γύμνωση μιας έκτασης από βλάστηση με ξερίζωμα ή ολοκληρωτικό κάψιμο των φυτών της
2. η τέλεια αποστέρηση κάποιου από κάτι
αρχ.
1. η ολοκληρωτική αφαίρεση των τριχών, η αποτρίχωση, το μάδημα
2. (για αμπέλι) απογύμνωση από τους βλαστούς και τα φύλλα.