εὐπτόητος

Revision as of 13:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, easily scared, πρὸς ἅπαν Plu.2.642a, cf. Sch.A.Th.78.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à effrayer.
Étymologie: εὖ, πτοέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐπτόητος: легко пугающийся, пугливый (πρὸς ἅπαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπτόητος: -ον, εὐκόλως πτοούμενος, πρὸς ἅπαν Πλούτ. 2. 642 Α.

Greek Monolingual

εὐπτόητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)].