εὐτελίζω
English (LSJ)
disparage, ib.1073c, Luc. Pr.Im.13, Anacreont.27 A.10; make disreputable, Cat. Cod.Astr.8(4).205.
French (Bailly abrégé)
faire peu de cas de, déprécier, acc..
Étymologie: εὐτελής.
Russian (Dvoretsky)
εὐτελίζω: невысоко ценить, низко ставить, презирать (τι Anacr., Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτελίζω: ἐξευτελίζω, ταπεινῶ, Πλούτ. 2. 1073C, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 13.
Greek Monolingual
εὐτελίζω (ΑΜ) ευτελής
παριστάνω κάτι ως ευτελές, καταφρονώ, εξευτελίζω, ταπεινώνω.