θαλασσοειδής

Revision as of 13:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, like the sea, sea-green, Hp.Vid.Ac.1, Democr. Eph.1, Str.17.1.35; χρῶμα HeroAut.30.6.

German (Pape)

[Seite 1182] ές, meerähnlich, von der Farbe, ἱμάτια Ath. XII, 525 d aus Democr.

Russian (Dvoretsky)

θαλασσοειδής: цвета морской воды (θαλασσοειδῆ ἱμάτια Democr.).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλασσοειδής: -ές, ὅμοιος τῇ θαλάσσῃ, ἔχων τὸ τῆς θαλάσσης χρῶμα, ἱμάτια Δημόκρ. Ἐφ. παρ’ Ἀθην. 525D.

Spanish

que tiene forma de mar

Greek Monolingual

-ές (Α θαλασσοειδής, -ές)
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -ειδής (< είδος), πρβλ. κυματοειδής, ομοειδής].