κρεηδόκος

Revision as of 13:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. κρειοδόκος.

Russian (Dvoretsky)

κρεηδόκος: принимающий в себя, т. е. хранящий мясо (ἐσχάρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

κρεηδόκος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη- (βλ. κρεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντοδόκος, θυοδόκος.

Greek Monotonic

κρεηδόκος: και κρειο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει κρέας, σε Ανθ.

Middle Liddell

δέχομαι
containing flesh, Anth.