μοιχότροπος

Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, of the disposition or manners of an adulterer, Ar. Th.392.

German (Pape)

[Seite 199] von ehebrecherischen Sitten, ehebrecherischem Charakter, Ar. Th. 392.

Russian (Dvoretsky)

μοιχότροπος: распутный, развратный Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχότροπος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς τρόπους ἢ τὴν διάθεσιν μοιχοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 392.

Greek Monolingual

μοιχότροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ήθη και συμπεριφορά μοιχού ή διάθεση για μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + τρόπος.