ὁ, = πνοή, Id. πνυκίτης, f.l. for πυκνίτης.
[Seite 642] ὁ, att. zsgzgn πνοῦς, = πνοή, Hesych., der es auch φθόγγος erkl.
πνόος: ὁ Aesch. = πνοή 1 (v.l. к πόνος).
πνόος: ὁ, = πνοή, «πνόος· φθόγγος· πνοὴ» Ἡσύχ.
ὁ, Αη πνοή.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πνοή κατά τα αρσ. σε -ος].