πολύχρως

Revision as of 15:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ων, = πολίχροος, Arist.GA779b9.

German (Pape)

[Seite 677] ωτος, ὁ, ἡ, = πολύχροος.

Russian (Dvoretsky)

πολύχρως: ωτος adj. Arst. = πολύχροος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρως: -ων, = πολύχροος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 19.

Greek Monolingual

-ων, Α
αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό-χρως, λευκό-χρως].