πολύχρως

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρως Medium diacritics: πολύχρως Low diacritics: πολύχρως Capitals: ΠΟΛΥΧΡΩΣ
Transliteration A: polýchrōs Transliteration B: polychrōs Transliteration C: polychros Beta Code: polu/xrws

English (LSJ)

ων, = πολίχροος, Arist.GA779b9.

German (Pape)

[Seite 677] ωτος, ὁ, ἡ, = πολύχροος.

Russian (Dvoretsky)

πολύχρως: ωτος adj. Arst. = πολύχροος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρως: -ων, = πολύχροος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 19.

Greek Monolingual

-ων, Α
αυτός που έχει πολλά και ποικίλα χρώματα, πολύχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό-χρως, λευκό-χρως].