ποταμιαῖος

Revision as of 15:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

α, ον, = ποτάμιος (which is v.l. in Arist.), Arist.Mete.353b28, Ruf.Fr.66.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμιαῖος: Arst. = ποτάμιος.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμιαῖος: -α, -ον, = ποτάμιος, (ὅπερ εἶναι διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ποτάμιος («ποταμιαῖα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].