πολυφυής

Revision as of 15:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, (φυή) divided into many, manifold, Arist.HA493a1.

German (Pape)

[Seite 676] ές, vielartig, mannichfaltig; Arist. H. A. 1, 11; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

πολυφῠής: разделенный на много частей: τὸ πολυφυὲς (τοῦ σώματος) οὖλον Arst. разделенная (на множество зубных луночек) часть рта (называется) десной.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφυής: -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, πολυμερής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. διφυής.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει πολλαπλή φύση, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυής (< φυή ή φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. ευ-φυής, μεγαλο-φυής].