σάλη
English (LSJ)
Dor. σάλα, ἡ, A = φροντίς (cf. σάλος 11.2), Hsch., Phot., EM 151.47: also σαλέη, Hsch. II both σαλέη and σάλη = βλάβη, Id. σαλητόν, v. σάρητον.
Russian (Dvoretsky)
σάλη: дор. σάλα (σᾰ) ἡ волнение Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλέη, και δωρ. τ. σάλα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «φροντίς»
2. «βλάβη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' απόσπαση) από το σύνθ. ἀ-σαλής «αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε» (< στερ. ἀ- + σάλος)].