σάλη

Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Dor. σάλα, ἡ, A = φροντίς (cf. σάλος 11.2), Hsch., Phot., EM 151.47: also σαλέη, Hsch. II both σαλέη and σάλη = βλάβη, Id. σαλητόν, v. σάρητον.

Russian (Dvoretsky)

σάλη: дор. σάλα (σᾰ) ἡ волнение Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

σάλη: Δωρ. σάλα, ἡ, = σάλος ΙΙ. 2, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 362.

Greek Monolingual

και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλέη, και δωρ. τ. σάλα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «φροντίς»
2. «βλάβη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' απόσπαση) από το σύνθ. -σαλής «αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε» (< στερ. - + σάλος)].