σάλη

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλη Medium diacritics: σάλη Low diacritics: σάλη Capitals: ΣΑΛΗ
Transliteration A: sálē Transliteration B: salē Transliteration C: sali Beta Code: sa/lh

English (LSJ)

Dor. σάλα, ἡ,
A = φροντίς (cf. σάλος II.2), Hsch., Phot., EM 151.47: also σαλέη, Hsch.
II both σαλέη and σάλη = βλάβη, Id. σαλητόν, v. σάρητον.

Russian (Dvoretsky)

σάλη: дор. σάλα (σᾰ) ἡ волнение Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

σάλη: Δωρ. σάλα, ἡ, = σάλος ΙΙ. 2, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 362.

Greek Monolingual

και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλέη, και δωρ. τ. σάλα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «φροντίς»
2. «βλάβη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' απόσπαση) από το σύνθ. -σαλής «αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε» (< στερ. - + σάλος)].