σιτηγία

Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, conveyance or importation of corn, ἡ σ. ἡ εἰς Ῥόδον D.56.11.

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, das Getreideführen, -hinschaffen, εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge du transport des blés ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.

Russian (Dvoretsky)

σῑτηγία:привоз хлеба, доставка продовольствия (εἰς Ῥόδον Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

σῑτηγία: ἡ, εἰσαγωγὴ σίτου, εἰς τόπον Δημ. 1286. 17.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ σιτηγός
μεταφορά, εισαγωγή σιταριού.

Greek Monotonic

σῐτηγία: ἡ, μεταφορά ή εισαγωγή σιτηρών, σε Δημ.

Middle Liddell

σῐτηγία, ἡ,
the conveyance or importation of corn, Dem. [from σιτηγός

English (Woodhouse)

importation of corn