σκυθρωπασμός

Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, sadness of countenance, [τῶν φιλοσόφων] Plu.2.43f, cf. 378f.

German (Pape)

[Seite 906] ὁ, zorniges, mürrisches, trauriges Ansehen, finstere, betrübte Miene, Plut. de audit. 7.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
air sombre, triste.
Étymologie: σκυθρωπάζω.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπασμός:мрачный вид, угрюмость (τῶν φιλοσόφων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπασμός: ὁ σκυθρωπότης προσώπου, τῶν φιλοσόφων Πλούτ. 2. 49F.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκυθρωπάζω
η κατάσταση και το αποτέλεσμα του σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.).