σκυθρωπάζω

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρωπάζω Medium diacritics: σκυθρωπάζω Low diacritics: σκυθρωπάζω Capitals: ΣΚΥΘΡΩΠΑΖΩ
Transliteration A: skythrōpázō Transliteration B: skythrōpazō Transliteration C: skythropazo Beta Code: skuqrwpa/zw

English (LSJ)

A look angry or sullen, be of a sad countenance, Ar. Lys.7, Pl.756; ὡς οὐδὲν ἦσθα πλὴν σκυθρωπάζειν μόνον Amphis 13, cf. Antiph.218.3, PCair.Zen.481.30 (iii B.C.): aor. 1, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες X.Cyr.6.2.21; σφόδρα πάνυ σκυθρωπάσας Aeschin.2.36, cf. Thphr. Char.14.7: pf. ἐσκυθρωπακέναι Pl.Alc.2.138a; ἐσκυθρωπακώς D.45.68.
2 to be of a sad colour, Philostr.Im.1.28.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig aussehen; Ar. Lys. 7 Plut. 756; ἐσκυθρωπακέναι, Plat. Alc. IL A; Xen. Cyr. 6, 2, 21; σκυθρωπάσας, verwirrt, Aesch. 1, 83; Dem.; Folgde, Alciphr. 1, 34; von der Farbe, dunkel, finster aussehen, Jac. Philostr. imagg. p. 378.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐσκυθρώπασα, pf. ἐσκυθρώπακα;
avoir l'air sombre, triste, chagrin.
Étymologie: σκυθρωπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυθρωπάζω [σκυθρωπός] er somber of nors uitzien,. τινες ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες τῶν ἀγγελλομένων sommigen keken somber bij het horen van wat er bericht werd Xen. Cyr. 6.2.21.

Russian (Dvoretsky)

σκυθρωπάζω: быть угрюмым, мрачным Dem., Xen.: μὴ σκυθρώπαζε Arph. не хмурься; φαίνει γέ τοι ἐσκυθρωπακέναι Plat. ты кажешься что-то угрюмым.

Greek Monolingual

ΝΑ σκυθρωπός
παίρνω σκυθρωπή έκφραση, γίνομαι σκυθρωπός, κατσουφιάζω, σκουντουφλιάζω
αρχ.
έχω χρώμα σκούρο, σκοτεινό ή λυπημένο και μελαγχολικό.

Greek Monotonic

σκυθρωπάζω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐσκυθρώπασα, παρακ. ἐσκυθρώπακα· φαίνομαι θυμωμένος ή δύσθυμος, κατηφής, έχω λυπημένη όψη, στραβομουτσουνιάζω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρωπάζω: ἔχω ὄψιν δυσηρεστημένου ἢ ὠργισμένου, ἔχω ὄψιν κατηφῆ, «κατσουφιάζω», τὸ πλεῖστον ἐν τῷ ἐνεστ., μή σκυθρώπαζε, ὦ τέκνον Ἀριστοφ. Λυσ. 7, Πλ. 756· ὡς οὐδέν ἦσθα πλήν σκυθρωπάζειν μόνον Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 2· ἀόρ. α΄, ἐσκυθρώπασαν ἀκούσαντες Ξεν. Κύρ. 6. 2, 21· σφόδρα πάνυ σκυθρωπάσας Αἰσχίν. 33. 5· πρκμ. ἐσκυθρωπακέναι Πλάτ. Ἀλκ. 2 ἐν ἀρχ.· ἐσκυθρωπακώς. Δημ. 1122. 12· πρβλ. σκυθρωπός. 2) ἔχω χρῶμα λυπηρόν, μελαγχολικόν, κλίνω εἰς τὸ μέλαν, Ἰακώψ. Φιλοστρ. Εἰκόν σ. 378.

Middle Liddell

σκυθρωπάζω,
to look angry or sullen, be of a sad countenance, Ar., Xen., etc. [from σκυθρωπός