σιδηροτόκος

Revision as of 15:42, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, producing iron, AP9.561 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 880] Eisen erzeugend, hervorbringend, βῶλος Ἰβηριάδος, Philp. 68 (IX, 561).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit du fer.
Étymologie: σίδηρος, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροτόκος: рождающий железо (βῶλος Ἰβηριάδος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτόκος: -ον, ὁ παράγων, γεννῶν σίδηρον, Ἀνθ. Π. 9. 561.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἀρρενοτόκος.

Greek Monotonic

σῐδηροτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που παράγει, γεννά σίδηρο, που περιέχει σίδηρο, σιδηρούχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σῐδηρο-τόκος, ον, τίκτω
producing iron, Anth.