τριμμός

Revision as of 16:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, beaten track, X.Cyn.3.7, 4.3, Ael.Fr.114, D.C.56.20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
chemin fréquenté.
Étymologie: τρίβω.

Russian (Dvoretsky)

τριμμός:торная дорога Xen.

Greek (Liddell-Scott)

τριμμός: ὁ, τετριμμένη, συχναζομένη ὁδός, ὡς τὸ τρίβος, Ξεν. Κυν. 3. 7., 4. 3, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α τρίβω
πολυσύχναστος δρόμος.

Greek Monotonic

τριμμός: ὁ (τρίβω), τετριμμένη οδός, σε Ξεν.

Middle Liddell

τριμμός, οῦ, ὁ, τρίβω
a beaten road, Xen.