φιλαπεχθής

Revision as of 16:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, = φιλαπεχθήμων, Plb. 12.25.6; λοιδορία Id. 5.28.4. Adv. -θῶς, κατηγορεῖν Id. 32.10.3.

German (Pape)

[Seite 1275] ές, Feindschaft liebend, zanksüchtig, streitsüchtig, Andere gern kränkend, beleidigend; Pol. 12, 25, 6; λόγοι 32, 1,2. – Adv., φιλαπεχθῶς κατηγορεῖν τινος Pol. 32, 20, 3.

Russian (Dvoretsky)

φιλαπεχθής: Polyb. = φιλαπεχθήμων.

Greek (Liddell-Scott)

φιλᾰπεχθής: -ές, γεν. έος, = τῷ προηγ., Πολύβ. 5. 28, 4., 12. 25, 6. ― Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. 32. 20, 3.

Greek Monolingual

-ές, Α
φιλαπεχθήμων.
επίρρ...
φιλαπεχθῶς Α
φιλαπεχθημόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπεχθής «απαίσιος, μισητός»].