ἀπεχθής

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεχθής Medium diacritics: ἀπεχθής Low diacritics: απεχθής Capitals: ΑΠΕΧΘΗΣ
Transliteration A: apechthḗs Transliteration B: apechthēs Transliteration C: apechthis Beta Code: a)pexqh/s

English (LSJ)

ἀπεχθές,
A hateful, S.Ant.50; hostile, Theoc.1.101; τὸ ἀπεχθές Onos.37.3: Sup., Ph.1.604.
II hated, Isoc.1.12 (dub.l.); δάκρυα IG4.622 (Argos). Adv. ἀπεχθῶς, ἀπεχθῶς ἔχειν τινί be at enmity, be hostile D.5.18; ἀπεχθῶς διακεῖσθαι D.Chr.32.70; πρός τινας D.H.7.31: Sup. ἀπεχθέστατα Poll.5.116.

Spanish (DGE)

ἀπεχθές
I 1odiado, odioso de pers., c. dat. πατὴρ ... νῷν ἀ. S.Ant.50, τοῖς μὲν οὐκ ἀπεχθὴς ἔσει Isoc.1.20, θνατοῖσιν Theoc.1.101, Νύμφαισιν Theoc.1.141, μηδενί Plu.2.621a
c. prep. εἰς ἄλλον ἀνθρώπων οὐδένα Themist.Ep.7
de cosas δάκρυα μητρί IG 4.622 (Argos), πολλά τε καὶ μακάρεσσιν ἀπεχθέα Call.Fr.85.12, τῶν πραγμάτων ἄφιλα πολλὰ καὶ ἀπεχθῆ ... τοῖς ἐντυγχάνουσιν Plu.2.87a
subst. τι τῶν ἀπεχθεστάτων = lo más odioso Plb.1.80.3.
2 hostil ἀπεχθῇ δὲ πρὸς τοὺς πολίτας Ἰουδαίους ... διάθεσιν LXX 2Ma.5.23
subst. τὸ ἀπεχθές = hostilidad Onas.37.3
Ph.1.604
neutr. plu. como adv. ἀπεχθέστατα Poll.5.116.
II adv. ἀπεχθῶς = hostilmente, ἀπεχθῶς ἔχειν = ser hostil D.5.18
ἀπεχθῶς διακεῖσθαι = ser hostil πρὸς ἐκεῖνον D.Chr.32.70, πρὸς ὑμᾶς D.H.7.31
ἀπεχθῶς· ἐχθρωδῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 289] ἀπεχθές (ἔχθος), verhaßt, Soph. Ant. 50; Theocr. 1, 101; – feindselig, Antiphil. 38 (IX, 294). – Adv., ἀπεχθῶς διακεῖσθαι πρός τινα D. Hal. 7, 31; ἔχειν πρός τι 11, 59; τινί Dem. 5, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui est un objet d'horreur, odieux ; avec un dat. : odieux à, haï de;
2 hostile, ennemi.
Étymologie: ἀπεχθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεχθής:
1 ненавистный (Soph.; τινι Isocr., Dem.);
2 враждебный (θνατοῖσιν Theocr.; Πέρσαις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεχθής: ἀπεχθές, (ἔχθος) μισητός, Σοφ. Ἀντ. 50· ἐχθρικός, Θεόκρ. 1. 101, κτλ. ΙΙ. δυσάρεστος, Ἰσοκρ. 6Β· κτλ. δάκρυα Συλλογ. Ἐπιγρ. 1156. - Ἐπίρρ. ἀπεχθῶς, ἀπεχθῶς ἔχειν τινὶ Δημ. 61. 25: - Ὑπερθ. -έστατα Πολυδ. Ε΄, 116.

Greek Monolingual

ἀπεχθές (AM ἀπεχθής)
αυτός που εμπνέει μίσος ή αποστροφή, ο μισητός
αρχ.
εχθρικός, δυσάρεστος.

Greek Monotonic

ἀπεχθής: ἀπεχθές (ἔχθος), μισητός, εχθρικός, σε Σοφ., Θεόκρ. κ.λπ.· επίρρ., ἀπεχθῶς ἔχειν τινί, βρίσκομαι σε αντιπαλότητα με κάποιον, σε Δημ.

Translations

hateful

Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز‎, هودر‎; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний

hated

Arabic: مُبْغَض‎, مَكْرُوه‎; Azerbaijani: mənfur, nifrətli, nifrət doğuran; French: détesté; Ancient Greek: στυγερός, στυγνός; Sanskrit: घृणित; Swedish: hatad; Turkish: menfur, nefret edilen, karşı çıkılan; Ukrainian: ненависний, зненавиджений

hostile

Albanian: armiqësor; Arabic: عَدَائِيّ‎‎; Belarusian: варожы, воражы; Bulgarian: вражески, неприятелски, враждебен; Catalan: hostil; Chinese Mandarin: 敵對的, 敌对的, 懷敵意的, 怀敌意的; Czech: nepřátelský; Dutch: vijandig; Esperanto: malamika; Finnish: vihamielinen; French: hostile; German: feindlich, feindselig; Greek: εχθρικός, δάϊος; Ancient Greek: πολέμιος; Hungarian: ellenséges; Japanese: 敵の, 敵対的な; Kazakh: ғадауатты; Korean: 적대적인; Latin: hostilis, alienus; Macedonian: непријателски; Norwegian Bokmål: fiendtlig; Nynorsk: fiendtleg; Occitan: ostil; Old English: fēondlīċ; Plautdietsch: fientlich; Polish: wrogi; Portuguese: hostil; Quechua: awqa; Romanian: ostil; Russian: враждебный, вражеский, неприятельский; Scottish Gaelic: nàimhdeach, nàimhdeil, eucairdeach; Serbo-Croatian Cyrillic: непријатѐљскӣ; Roman: neprijatèljskī; Slovak: nepriateľský; Slovene: sovražen; Spanish: hostil; Swedish: fientlig; Ukrainian: ворожий