φιλοχρηματιστής

Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, fond of moneymaking, φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι Pl.R.551a: perhaps to be read in Arist.Pol.1316a40.

German (Pape)

[Seite 1288] ὁ, der Geld, Vermögen zu erlangen trachtet, bes. durch den Handel, Plat. Rep. VIII, 551 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui aime à thésauriser.
Étymologie: φίλος, χρηματίζω.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχρημᾰτιστής: οῦ ὁ сребролюбец, любостяжатель Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχρημᾰτιστής: -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν κτῆσιν χρημάτων, φίλος τοῦ χρηματίζεσθαι, φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι Πλάτ. Πολ. 551Α. ― Ἐπίρρ. φιλοχρηματιστικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν φιλοχρηματιστῶν, Πολυδ. Γ΄, 113.

Greek Monolingual

ὁ, Α αυτός που επιθυμεί έντονα την απόκτηση χρημάτων, περιουσίας («ἀντὶ δὴ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρηματισταὶ καὶ φιλοχρήματοι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρηματιστής «αυτός που ασχολείται με χρηματικές εργασίες, με συγκέντρωση χρημάτων»].

Greek Monotonic

φῐλοχρημᾰτιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά να αποκτά χρήματα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλο-χρημᾰτιστής, οῦ, ὁ,
fond of money-making, Plat.