χρηματιστής
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
χρηματιστοῦ, ὁ,
A merchant, businessman, man in business, money-getter, trafficker, Pl.Grg. 452a, R.330b. Onos.1.20, etc.; joined with δημιουργός, Pl.R.434a; δεινὸς χρηματιστής x. Oec.2.18: metaph., πραότητος χρηματιστής Philostr.VS2.17.
2 as adjective, ὁ χρηματιστὴς [βίος] Arist.EN1096a5 (s.v.l.).
II in Egypt, circuit judge, district judge, PCair.Zen.513 (iii B. C.), PRev.Laws 15.4 (iii B. C.), OGI 106.6 (ii B. C.), Aristeas 111, etc.; οἱ ἐπὶ τῶν τόπων χρηματιστές PFay.11.25 (ii B. C.), cf. UPZ162 ii 5 (ii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1374] ὁ, Einer der Geschäfte, bes. Handelsod. Geldgeschäfte treibt, ein betriebsamer Mensch, ein guter Wirth, der sich auf die Kunst zu erwerben, zu gewinnen wohl versteht; Plat. Gorg. 452 a Rep. IV, 434 a, δημιουργὸς ὢν ἤ τις ἄλλος χρηματιστὴς φύσει; auch mit φειδωλός vrbdn, VIII, 555 a; Xen. Oec. 2, 18; Arist. eth. 1, 5,7; dah. auch ein Wohlhabender, Vermögender.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 homme d'affaires ou commerçant;
2 fonction judiciaire de l'époque ptolémaïque, supprimée à l'époque romaine, cour itinérante de trois juges.
Étymologie: χρηματίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
χρημᾰτιστής: οῦ adj. m посвященный наживе, стяжательский (βίος Arst.).
οῦ ὁ искатель доходов, стяжатель, делец Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτιστής: -οῦ, ὁ καταγινόμενος εἰς χρηματικὰς ἐργασίας, ἀσχολούμενος εἰς πορισμὸν χρημάτων, «χρημάτων ποριστής, ὁ ῥᾳδίως χρήματα πορίζων οὕτω προσαγορεύεται» (Σουΐδ.), Πλάτ. Γοργ. 452Α, Πολ. 330Α, κ. ἀλλ.· συνημμένον τῷ δημιουργός, αὐτόθι 434Α· δεινὸς χρ. Ξεν. Οἰκ. 2, 18· μεταφορ., πρᾳότητος χρ. Φιλόστρ. 598. 2) ὡς ἐπίθ., ὁ χρ. βίος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 5, 8. ΙΙ. ἐν Αἰγύπτῳ δικαστής, Peyron. Pap. ἐν τῷ Mus. Taur. Σ. 94 (Turin 1826).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ χρηματίζω
νεοελλ.
πρόσωπο που ασχολείται με χρηματιστηριακές εργασίες και, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται έμπορος που ασκεί δημόσιο λειτούργημα
αρχ.
1. αυτός που ασχολείται με τον προσπορισμό χρημάτων
2. (στην Αίγυπτο) δικαστής.
Greek Monotonic
χρημᾰτιστής: -οῦ, ὁ (χρηματίζω)·
1. άνθρωπος που καταπιάνεται με χρηματική εργασία, αυτός που κερδίζει χρήματα, έμπορος, σε Πλάτ., Ξεν.
2. ως επίθ., = το επόμ., σε Αριστ.
Middle Liddell
χρημᾰτιστής, οῦ, ὁ, χρηματίζω
1. a man in business, money-getter, trafficker, Plat., Xen.
2. as adj., = χρηματιστικός, Arist.