φθεγκτός

Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν, capable of being sounded, Plu.2.1017f.

German (Pape)

[Seite 1270] adj. verb. von φθέγγομαι, lautend, tönend, einen Ton, Klang habend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui rend un son.
Étymologie: φθέγγομαι.

Russian (Dvoretsky)

φθεγκτός: [adj. verb. к φθέγγομαι звучащий или звучный (τόνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φθεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ., ἐπίθ., ὁ ἠχῶν, φωνητικός, ἔχων φωνήν, Πλούτ. 2. 1017F· ― ὡσαύτως παρὰ τῷ Μαξίμ. Τυρ. 14. 2, φθεγκτικός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φθέγγομαι
αυτός που έχει ή μπορεί να παραγάγει φωνή.