χρυσοφεγγής

Revision as of 17:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, gold-beaming, σέλας A.Ag.288.

German (Pape)

[Seite 1382] ές, goldglänzend, mit goldenem Glanz, Licht, σέλας Aesch. Ag. 279.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l'éclat de l'or.
Étymologie: χρυσός, φέγγος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοφεγγής: сияющий или сверкающий как золото (σέλας Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφεγγής: -ές, ὁ ὡς χρυσὸς λάμπων, χρυσαυγής, σέλας Αἰσχύλ. Ἀγ. 288.

Greek Monolingual

και χρυσεοφεγγής, -ές, Α
αυτός που λάμπει σαν χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο-φεγγής].

Greek Monotonic

χρῡσοφεγγής: -ές (φέγγος), αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χρῡσο-φεγγής, ές φέγγος
gold-beaming, Aesch.