χυμίζω

Revision as of 17:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

make savoury, season: metaph., χ. ἁρμονίαν soften rough music, Ar.Th.162.

German (Pape)

[Seite 1384] schmackhaft machen, würzen, ἁρμονίαν Ar. Th. 162, Hesych. erkl. ἀρτύειν, Suid. ἔγχυμον ποιεῖν.

Russian (Dvoretsky)

χῡμίζω: делать сочным, приятным (ἁρμονίαν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

χῡμίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ, ποιῶ τι εὔχημον, παρέχω καλὴν γεῦσιν εἴς τι, ἀρτύω· μεταφορ., χ. ἁρμονίαν, τραχεῖαν μουσικὴν καθιστῶ εὔηχον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 162.

Greek Monolingual

(I)
Α χυμός
μτφ. καθιστώ εύχυμο, κάνω πιο νόστιμο, πιο ευχάριστο κάτι («ἁρμονίαν ἐχύμισαν», Αριστοφ.).
(II)
και χοιμίζω και χιμίζω και χουμίζω Ν
βλ. χυμώ.