ἀρτύω
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
Od.4.771, impf.
A ἤρτῠον Hom. (v. infr.), the only tenses in Hom.: fut. ἀρτύσω [ῡ] S.Fr.1122: aor. ἤρτῡσα Hdt.1.12, Cratin. 303: pf. ἤρτῡκα (κατ-) A.Eu.473:—Pass., pf. ἤρτῡμαι Pherecr., Eup., Hp., v. infr.: aor. ἠρτύθην [ῡ] Ruf. ap. Orib.4.2.4: in Att. this Verb is chiefly used in compounds with κατά and ἐξ: (cf. ἀραρίσκω):—like ἀρτύνω, arrange, prepare, make ready, of things requiring skill or cunning, e.g. of a smith, τὰ δ' ἤρτυε Il.18.379; σοὶ δὲ . . δόλον ἤρτυε Od.11.439; τῷδ' ἤρτυεν . . ὄλεθρον 16.448, cf. 20.242; γάμον . . ἀρτύει 4.771; ἤρτυσαν τὴν ἐπιβουλήν Hdt.1.12; φόνον τινί Plb.15.25.2.
II in culinary sense, dress savoury meat, season, S.Fr.1122, Cratin.303; ἀ. τὰ ὄψα Arist.EN1118a29:—Pass., κίχλαι . . εἰς ἀνάβραστ' ἠρτυμέναι Pherecr.108.23; ὄψῳ πονηρῷ πολυτελῶς ἠρτυμένῳ Eup.335; τὰ πρὸς ἡδονὴν ἠρτυμένα Hp.VM14; ἠρτυμένος οἶνος Thphr.Od.51.
III administer property, Leg.Gort.12.32, IG5(2).3.27 (Tegea, iv B. C.), Epich.192.
IV bequeath, Tab.Heracl.1.106.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-, pero -ῠ- ante vocal en Hom.]
• Morfología: [dór. impf. ἄρτυεν Epich.201, inf. ἀρτύεν ICr.4.72.12.16 (Gortina V a.C.), 3a plu. subj. aor. ἀρτύσωντι TEracl.1.106]
I concr.
1 en metalurgia ajustar τά ῥ' ἤρτυε, κόπτε δὲ δεσμούς ya las ajustaba (las asas al trípode) y martilleaba los remaches, Il.18.379.
2 en cocina, frec. en v. pas. preparar, condimentar, sazonar, guisar ἐγὼ μάγειρος ἀρτύσω σοφῶς S.Fr.1122, τὰ ὄψα Arist.EN 1118a29, ὄψῳ πονηρῷ πολυτελῶς ἠρτυμένῳ con un plato malo condimentado costosamente Eup.365, φάκην Anaxipp.1.41, λοπάδα AP 12.95.10 (Mel.), τὰ πρὸς ἡδονὴν ἠρτυμένα Hp.VM 14, cf. Ruf. en Orib.4.2.3, Mnesith.Ath.38.37, frec. de pescados, Cratin.336, κίχλαι ... εἰς ἀνάβραστ' ἠρτυμέναι Pherecr.113.23, ἰχθῦσι ... ἐν ... ὀριγάνῳ ἠρτυμένοις Hp.Int.1, ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε; si la sal se hace sosa ¿con qué la sazonaréis?, Eu.Marc.9.50, cf. Eu.Luc.14.34
•del pan ἄρτος ... ἀρτυόμενος γάλακτι pan preparado con leche, bollo de leche Ath.113b, cf. POxy.1454.4 (II d.C.), ζύμη ἀρτυμένη levadura preparada, PTeb.375.27 (II d.C.), ἠρτυμένος οἶνος vino preparado o condimentado en el que entran otros ingredientes, Thphr.Od.51, cf. Eun.VS 463, Gp.7.13.2
•fig. con juego de palabras sobre un sofista ἐκάλουν αὐτὸν ... μάγειρον πολυτελῆ ὄψα πονηρῶς ἀρτύοντα Philostr.VS 594, cf. λόγος ἅλατι ἠρτυμένος Ep.Col.4.6.
II fig.
1 ajustar, concertar c. dat. de pers. γάμον Od.4.771, Call.Cer.78.
2 disponer gener. tramar δόλον Od.11.439, ἐπιβουλήν Hdt.1.12, I.BI 2.614, cf. Eun.VS 490, Nonn.D.1.366, πῆμα κακοῖο Od.3.152, ὄλεθρον Od.16.448, cf. 20.242, φόνον τινι Plb.15.25.2, πόλεμον D.C.39.1
•en v. med. Θεσσαλοῖς ἠρτύετο παραγγέλλειν ὁκοίοις χρὴ τρόποις κακοῦ τοῦ προσίοντος εὐλαβείην ποιέεσθαι dispuso advertir a los tesalios de qué manera se podrían precaver del peligro que se avecinaba Hp.Or.Thess.416.15.
3 regir, imperar ἄρτυεν ὁ Τιτάν Epich.201
•en forma más institucionalizada disponer, administrar τὰ κρε̄́ματα καὶ τὰν ἐπικαρπίαν disponer de la herencia y el usufructo, ICr.4.72.12, 16 (Gortina V a.C.)
•disponer de la herencia, legar ἢ ἀρτύσωντι ἢ ἀποδῶνται τὰν ἐπικαρπίαν TEracl.1.106.
German (Pape)
[Seite 363] u. ἀρτύνω (ἄρω); ἀρτύει Od. 4, 771; ἤρτυε (ν) Iliad. 18, 379 Od. 3, 152. 11, 439. 16, 448; ἤρτυον Od. 20, 242; ἀρτύνοντας Od. 11, 366; ἤρτυνον Iliad. 15, 303; ἀρτυνέουσιν Od. 1, 277. 2, 196; ἀρτύναντες Iliad. 12, 43. 86. 13, 152 Od. 14, 469. 24, 153; ἀρτύνθη Iliad. 11, 216; ἠρτύνειο 2, 55. 10, 302; ἠρτύναντο Od. 4, 782. 8, 53; – 1) zusammenfügen, anfügen; οὔατα, an Dreifüßen, Iliad. 18, 379; πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, sie schlossen sich fest an einander, 12, 43; ὑσμίνην 15, 303; ἀρτύνθη μάχη 11, 216; zurüsten, bereiten, ἔεδνα Od. 1, 277; γάμον 4, 771; λόχον 14, 469; δόλον 11, 439; ψεύδεα, Lügen schmieden, 11, 366; ὄλεθρον 16, 448; θάνατόν τε μόρον τε 20, 212; ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο 3, 152; ἠρτύνετο βουλήν Iliad. 2, 55; ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισιν Od. 4, 782; – ἐπιβουλήν Her. 1, 12; φόνον τινί Pol. 15, 25. – 2) Sp., wie schon Soph. frg. 601, vom schmackhaften Zubereiten der Speisen, würzen; Cratin. u. Eupol. Ath. III, 68 a, wo ἤρτυμαι steht; auch Plut.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤρτυον, f. ἀρτύσω, ao. ἤρτυσα, pf. ἤρτυκα;
Pass. ao. ἠρτύθην, pf. ἤρτυμαι;
ajuster, d'où
1 arranger, disposer, préparer ; fig. γάμον OD un mariage ; en mauv. part δόλον OD, ἐπιβουλίην HDT machiner une ruse, un complot ; τινι ὄλεθρον OD la perte de qqn;
2 assaisonner.
Étymologie: R. Ἀρ ajuster ; cf. ἀρτύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτύω: = ἀρτύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτύω: Ὀδ. Δ. 771· παρατ. ἤρτυον, Ὅμ.: πλὴν τῶν Ὁμηρικῶν τούτων χρόνων ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι καὶ οἱ ἑξῆς: μέλλ. ἀρτύσω [ῡ], Σοφ. Ἀποσπ. 601: ἀόρ. ἤρτῡσα, Ἡρόδ. 1. 12, Κρατῖνος: πρκμ. ἤρτῡκα (κατ-) Αἰσχύλ. Εὐμ. 473: ― Παθ., πρκμ. ἤρτῡμαι Φερεκρ., Εὔπολ., Ἱπποκρ. (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἠρτύθην [ῡ] Ὀρειβάσ.: ― παρ’ Ἀττ. τὸ ῥῆμα τοῦτο εἶναι ἐν χρήσει κυρίως ἐν συνθέσ. μετὰ τῶν προθέσ. κατὰ καὶ ἐξ (ἴδε *ἄρω). Σημαίνει δέ, ὡς τὸ ἀρτύνω, τακτοποιῶ, ἐπινοῶ, παρασκευάζω, ἑτοιμάζω ἐπὶ παντὸς πράγματος ἀπαιτοῦντος τέχνην καὶ δεξιότητα, ὡς ἐπὶ σιδηρουργοῦ π.χ., τὰ δ’ ἤρτυε Ἰλ. Σ. 379· ὡσαύτως, σοὶ δὲ... δόλον ἤρτυε Ὀδ. Λ. 439· τῷδ’ ἤρτυεν... ὄλεθρον Π. 448, πρβλ. Υ. 242· γάμον... ἀρτύει Δ. 771· οὕτως, ἤρτυσαν τὴν ἐπιβουλὴν Ἡρόδ. 1. 12· πρβλ. ἐπαρτύω. ΙΙ. ἐν τῇ ὀψαρτικῇ, καρυκεύω, ἡδύνω ἔδεσμα, Σοφ. Ἀποσπ. 601, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 12· πρὸς ἡδονὴν Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· ἀρτ. τὰ ὄψα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 9: ― Παθ., ὀπταὶ κίχλαι γὰρ εἰς ἀνάβραστ’ ἠρτυμέναι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 23· ὄψῳ πολυτελῶς ἠρτυμένῳ Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 49· ἠρτυμένος οἶνος Θεόφρ. περὶ Ὀσμ. 51.
English (Autenrieth)
(root ἀρ), ipf. ἤρτυον, fut. ἀρτυνέω, aor. part. ἀρτύνᾶς, mid. aor. ἠρτῦνάμην, pass. aor. ἀρτύνθην: put in place, make ready, prepare; πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, (‘forming close ranks,’ cf. Il. 15.618), Il. 12.43 ; ἀρτύνθη, ‘was made ready,’ ‘began,’ Il. 11.216; especially of craft, δόλον, ψεύδεα, ὄλεθρόν τινι ἀρτύειν; mid., ἠρτύναντο δ' ἐρετμὰ τροποῖς ἐν δερματίνοισιν, ‘their’ oars, Od. 4.782 ; πυκινὴν ἠρτύνετο βουλήν, ‘was framing,’ Il. 2.55.
English (Strong)
from a presumed derivative of αἴρω; to prepare, i.e. spice (with stimulating condiments): season.
English (Thayer)
future ἀρτύσω; passive, perfect ἠρτυμαι; 1future ἀρτυθήσομαι; (ἈΡΩ to fit); to prepare, arrange; often so in Homer In the comic writers and epigrammatists used of preparing food, to season, make savory (τά ὄψα, Aristotle, eth. Nic. 3,13, p. 1118a, 29); ἠρτυμένος οἶνος, Theophrastus, de odor. § 51 (fragment 4, c. 11)); so ὁ λόγος ἅλατι ἠρτυμένος, full of wisdom and grace and hence, pleasant and wholesome, Colossians 4:6.
Greek Monolingual
(Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω)
καρυκεύω το φαγητό
νεοελλ.
δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο
αρχ.
1. ετοιμάζω, τακτοποιώ
2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία
3. κληροδοτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρτύω πιθ. < αρτύς «σύνταξις» (Ησύχ.) (πρβλ. αχλύς -αχλύω, πληθύς -πληθύω) Ο τ. αρτύς πιθ. < (ρίζα) αρ- (του ρ. αραρίσκω) + (επίθημα) -tu-, συνδέεται δε μορφολογικά με αρμεν. αrd (γεν. ardu) «τάξη, σειρά», αρχ. ινδ ŗtu- «ορισμένος χρόνος, σειρά», αβεστ. ratu- «δικαστής, χρονική περίοδος», λατ. artus (-us) «άρθρωση, μέλος». Ο τ. αρτύνω < αρτύω, με παρέκταση σε ν- (πρβλ. δύω - δύνω), ενώ ο νεοελλ. τ. αρταίνω προέρχεται από μεταπλασμό του ρ. αρτύνω (πρβλ. απαλύνω -απαλαίνω, βαθύνω -βαθαίνω, βαρύνω -βαραίνω, σκληρύνω -σκληραίνω κ.ά.). Επίσης, ο μεν τ. αρτεύω είναι μεταπλασμένος τ. του αρτύνω, ο δε τ. αρτύζω προήλθε υποχωρητικά από τον αόρ. του αρτύω (κατά το ήλπισα -ελπίζω κ.τ.ό. και ήρτυσα -αρτύζω). Το ρ. αρτύω χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία «τακτοποιώ», ενώ στην αττική διάλεκτο απαντά συνήθως σύνθετο με τα προ-ρηματικά εξ- και κατά- και σημαίνει «καρυκεύω», σε άλλες δε διαλέκτους (Κρητική, Αρκαδική) αποκτά τη σημασία «διοικώ, διαχειρίζομαι». Τέλος, το ρ. αρτύνω είναι επικός τ. γνωστός μόνο από τον Όμηρο, όπου χρησιμοποιείται συνήθως με την έννοια «ετοιμάζω, τακτοποιώ».
ΠΑΡ. άρτυμα
αρχ.
αρτύνας, άρτυνος, αρτυσία, άρτυσις
νεοελλ.
αρτυμή.
ΣΥΝΘ. εξαρτύω
αρχ.
επαρτύω, καταρτύω, προαρτύω, συναρτύω
(αρχ.- μσν.) διαρτύω, οψαρτύω, παραρτύω.
Greek Monotonic
ἀρτύω: παρατ. ἤρτῠον, μέλ. ἀρτύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἤρτῡσα, παρακ. ἤρτῡκα — Παθ. παρακ. ἤρτυμαι (*ἄρω)· όπως το ἀρτύνω, κανονίζω, προετοιμάζω, επινοώ, δόλον, ὄλεθρον, γάμον, σε Όμηρ.· ομοίως, σε Ηρόδ., Αττ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: arrange, prepare, also of food season (Il.)
Derivatives: ἄρτυμα condiment (Hp.). ἀρτύνω = ἀρτύω (Il.); s. Schwyzer 727f.
Origin: IE [Indo-European] [55] *h₂er- fit
Etymology: Denom. verb but the noun is found only in: ἀρτύς σύνταξις, ἀρτύν φιλίαν καὶ σύμβασιν η κρίσιν H.; it may well be old, cf. Skt. r̥tú- m. fixed time, order, rule (*h₂rtu-), Arm. ard, gen. ardu order and Lat. artus, -ūs m. joint, limb. tu-derivation from ar- fit in ἀραρίσκω.
Middle Liddell
[*ἄρω]
like ἀρτύνω to arrange, devise, prepare, δόλον, ὄλεθρον, γάμον Hom.; so Hdt., Attic
Frisk Etymology German
ἀρτύω: {artúō}
Grammar: v.
Meaning: zurüsten, bereiten, auch von der Speise würzen,
Composita: oft mit Präfix wie ἐξ-, καταρτύω (seit Il.).
Derivative: Davon einige Verbalnomina: 1. ἄρτυμα Würze, Gewürz (ion. poet., spät) mit den späten Ableitungen ἀρτυμάτιον, ἀρτυματώδης, ἀρτυματικός; ἀρτυμᾶς und ἀρτυματᾶς m. Gewurzhändler (Pap.; zur Bildung Chantraine Formation 31f., Schwyzer 461 mit Lit.; außerdem Petersen ClassPhil. 32, 121ff.). — 2. ἄρτυσις das Zurichten, Würzen (Ph., D. S. usw.). — 3. ἀρτυτήρ N. eines Beamten (Thera). — 4. Außerdem das Adj. ἀρτυτικός zum Würzen geeignet (Sch.); ἀρτυτικόν n. Würze (Sammelb. 5224, 50).
Etymology: Neben ἀρτύω steht seit alters, vorw. episch, mit sekundärer ν-Erweiterung (δύω: δύνω usw., Schwyzer 727f.; zum Aspekt [determinativ?] Brunel Aspect verbal 88) ἀρτύνω mit der postverbalen Bildung ἀρτύνας m. N. eines Beamten in Argos und Epidauros (Th.); auch ἄρτυνος (Plu. u. a.), vgl. Schwyzer 491. ἀρτύω muß seiner Bildung gemäß ein denominatives Verb sein; das vorauszusetzende Nomen ist indessen nur bei H. belegt: ἀρτύς· σύνταξις, ἀρτύν· φιλίαν καὶ σύμβασιν ἢ κρίσιν, ist aber wohl trotzdem alt. Mit diesem ἀρτύς stimmt nämlich arm. ard, Gen. ardu Ordnung und lat. artus -ūs m. Gelenk, Glied formal gänzlich überein. Es kann somit eine vorgriechische tu-Ableitung von ar- fügen in ἀραρίσκω vorliegen; >vgl. noch die verwandten aind. r̥tú- m. bestimmte Zeit, Ordnung, aw. ratu- m. ‘Richter(spruch), Zeit(abschnitt)’. Porzig Satzinhalte 338ff.
Page 1,156-157
Chinese
原文音譯:¢rtÚw 阿而替哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:裝備
字義溯源:預備,(用鹽)調味,調和,鹹;源自(αἴρω)*=舉起)。鹽,該有鹽的鹹味;基督徒,就該有基督的味道
出現次數:總共(3);可(1);路(1);西(1)
譯字彙編:
1) 調和(2) 路14:34; 西4:6;
2) 再鹹(1) 可9:50
Mantoulidis Etymological
(=ἑτοιμάζω, καρυκεύω). Ἀπότό οὐσ. ἀρτύς (=φιλία, σύμβαση, σύνδεση), Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω.
Παράγωγα: ἄρτυμα (=καρύκευμα, μπαχαρικό), ἀρτυματικός, ἀρτύνας (=ὁ ἄρχοντας στό Ἄργος καί στήν Ἐπίδαυρο), ἄρτυσις, ἀρτυτήρ (=ὁ ἄρχοντας στή Θήρα), ἀρτυτικός, ἀρτυτός (=καρυκευτός), ἀρτύνω (=καρυκεύω φαγητό), ἴσως καί τό ἄρτος (=ψωμί), ἀρτίζω, ἄρτισις, κατάρτυσις, κατάρτισις (=παίδευση, ἀγωγή), ἐξάρτυσις (τέλειος ἐφοδιασμός), κατάρτισμα, καταρτισμός, καταρτιστήρ.