ἀγήραντος

Revision as of 17:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, = ἀγήραος (ageless, undecaying, not waxing old), Simon. 100.4, E. Epigr. 2.1.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no envejece εὐλογίη Simon.118D., ἀγήραντον στόμα κόσμου παντός de Homero AP 7.6 (Antip.Sid.), cf. ἀγήρατος.
2 que no se desgasta λίθος Ps.Dsc.Lap.2.

German (Pape)

[Seite 13] (γῆρας), unvergänglich, εὐλογία Simon. frg. 153 (VII, 253); στέφανος Ep. ad. 556 (App. 194). Homer heißt ἀγ. στόμα κόσμου Ant. Sid. 68 (VII, 6).

Russian (Dvoretsky)

ἀγήραντος: Anth. = ἀγήραος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγήραντος: ον = τῷ ἑπομ., Σιμων. 95, Εὐρ. παρ’ Ἀθην. 61Β.

Greek Monotonic

ἀγήραντος: -ον (γηράσκω) = το επόμ., σε Σιμων., Ευρ.