ἀκροβολέω

Revision as of 17:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

A throw, καλαύροπα AP6.106 (Zon.). II Astrol., = ἀκτινοβολέω, Man.4.354.

Spanish (DGE)

1 lanzar καλαύροπα AP 6.106 (Zon.).
2 astr. estar en aspecto por la izquierda Ἑρμείου δ' ἀκτῖνες ἐπὴν Κρόνον ἀκροβολῶσιν Man.4.354.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀκροβολίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβολέω: Anth. = ἀκροβολίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβολέω: εἶμαι ἀκροβόλος, σφενδονῶ, Ἀνθ. Π. 6, 106.

Greek Monotonic

ἀκροβολέω: (ἀκροβόλος), εκσφενδονίζω, πετώ με σφεντόνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀκροβόλος
to sling, Anth.