ἀκροβόλισις

Revision as of 17:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, skirmishing, X.An.3.4.18, Cyr.6.2.15 (pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
intercambio de disparos, de armas arrojadizas, escaramuza X.An.3.4.18, ἀ. τοξοτῶν καὶ ἀκοντιστῶν X.Cyr.6.2.15.

German (Pape)

[Seite 83] εως, ἡ, das Schleudern aus der Ferne, Scharmützel, Xen. An. 3, 4, 18 Cyr. 6, 2, 15.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
engagement à distance, escarmouche.
Étymologie: ἀκροβολίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβόλῐσις: εως ἡ перестрелка Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, = ἁψιμαχία, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 18, κτλ.

Greek Monolingual

ἀκροβόλισις (-εως), η (Α) ἀκροβολίζομαι
ο ακροβολισμός.

Greek Monotonic

ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, αψιμαχία, άτακτος πόλεμος, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

[From ἀκροβολίζομαι
a skirmishing, Xen., etc.