ακροβολισμός

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροβολισμός) ἀκροβολίζομαι
νεοελλ.
1. (Στρατ.) ανάπτυξη στρατεύματος σε αραιή τάξη, σε μια γραμμή
2. (κυρίως στον πληθ.) ανταλλαγή δοκιμαστικών, αραιών πυροβολισμών μεταξύ αντιπάλων παρατάξεων πριν από την κύρια μάχη, βολιδοσκόπηση, αιφνιδιασμός
3. δυσμενείς, εχθρικοί υπαινιγμοί εναντίον κάποιου
αρχ.
η βολή από μακριά βελών, ακοντίων κ.λπ. από ελαφρά οπλισμένα στρατιωτικά σώματα και, γενικά, αψιμαχία.