αψιμαχία
From LSJ
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
η (AM ἁψιμαχία)
1. μικρή συμπλοκή πριν αρχίσει η κύρια μάχη
2. ανταλλαγή βολών ανάμεσα σε αντίπαλα τμήματα
3. ανταλλαγή εριστικών φράσεων μεταξύ ανθρώπων που διαφωνούν, φιλονικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αψι- (< άπτω) + -μαχία < -μαχος < μάχομαι (πρβλ. μονομαχία, ναυμαχία, συμμαχία κ.ά.)].