ἀλοίτης

Revision as of 17:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ου, ὁ, = ἀλείτης, avenger, Emp.10:—fem. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, of Athena, Lyc.936: but ἀλοῖτις, ἡ, = γεντιανή, Ps.-Dsc.3.3; = μανδραγόρα ἄρρεν, Id.4.75. ἀλοιτός, ὁ, (ἀλιτεῖν) = ἀλείτης, Lyc. 136: fem. ἀλοιταί· κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί (cf. ἀλοίτης), Hsch.

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [ᾰ-]
1 vengador θάνατος Emp.B 10, πελαργός Call.Fr.271, cf. Euph.22 A 12.
2 ἀλοῖται· κοιναὶ ἁμαρτωλαί, ποιναί Hsch.; v. tb. ἀλείτης

German (Pape)

[Seite 109] ὁ, äol. = ἀλείτης, Empedocl. p. 478. Bei Lycophr. 136 auch ἀλοιτός.

Russian (Dvoretsky)

ἀλοίτης: ου ὁ Emped. ap. Plut. = ἀλείτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοίτης: -ου, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ ἀλείτης, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 1113Β: - θηλ. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀθηνᾶς, Λυκόφρ. 936.

Greek Monolingual

ἀλοίτης, ο (Α)
αιολικός τύπος αντί ἀλείτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείτης.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλοιτηρός.