ἀντίκεντρον

Revision as of 17:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

τό, that which acts as a goad, A.Eu.136,466.

Spanish (DGE)

-ου, τό
equivalente de un aguijón τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται pues son para los cuerdos cual aguijón de los reproches, A.Eu.136, de los oráculos, A.Eu.466.

German (Pape)

[Seite 253] τό, die Stelle eines Sporns, Stachels vertretend, vom Schmerz, Aesch. Eum. 131. 444.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ce qui remplace l'aiguillon.
Étymologie: ἀντί, κέντρον.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίκεντρον: τό досл. нечто вроде жала, перен. шип (ἄλγη ἀντίκεντρα καρδίᾳ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίκεντρον: τό, πρᾶγμά τι χρησιμεῦον ὡς κέντρον, «κεντρὶ» Αἰσχύλ. Εὐμ. 136. 466.

Greek Monolingual

ἀντίκεντρον, το (Α)
κάποιο γεγονός που πληγώνει σαν να είναι κεντρί.

Greek Monotonic

ἀντίκεντρον: τό, αυτό που χρησιμεύει ως κεντρί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


something acting as a goad, Aesch.