ἀντιδιαπλέκω

Revision as of 17:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

retort, ἀντιδιαπλέκει ὡς . . Aeschin.3.28, cf.AB406.

Spanish (DGE)

replicar ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθὺς λέγων ὡς Aeschin.3.28, cf. AB 406, Hsch.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen verflechten, ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο λέγων, er braucht dagegen einen Kunstgriff in seiner Rede, Aesch. 3, 28, wo Bekk. λέγων ausläßt, vom Ringen in der Palästra entlehnt, vgl. διαπλέκω.

French (Bailly abrégé)

répliquer.
Étymologie: ἀντί, διαπλέκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιαπλέκω: парировать, возражать Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαπλέκω: ἀνταπαντῶ, ἀντιτάσσω, ἀντιπαρατηρῶ, ναί, ἀλλ’ ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθέως λέγων Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 3. 9, 1: -«ἀντιδιαπλέκειν: τὸ ἐν δίκῃ ἀντιλέγειν» Α. Β. 406. 25.

Greek Monolingual

ἀντιδιαπλέκω (Α)
αντιτάσσω επιχειρήματα.

Greek Monotonic

ἀντιδιαπλέκω: μέλ. -ξω, ανταποδίδω, ανταπαντώ, σε Αισχίν.

Middle Liddell

to retort, Aeschin.