ἀντᾴδω

Revision as of 18:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

sing in answer, especially of the partridge, answer when another calls, ἀ. ὡς μαχούμενος Arist.HA614a11, cf. Mir.845b25, Ael.NA4.16; ἀ. Μούσαις Luc.Pisc.6; τοῖς φθεγγομένοις Plu.2.794c; cry out at one, ἐγὼ δ', ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ar.Ec.887:—Pass., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι Poll.4.112.

Spanish (DGE)

1 cantar a su vez ᾤου ... προσάξεσθαί τινα ᾄδουσ'· ἐγὼ δ' ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι creías ... que cantando ibas a atraerte a uno (a un joven), pero yo, si haces eso, cantaré a mi vez Ar.Ec.887
cantar en respuesta τὸ δ' ἀντᾴδειν καὶ προσιέναι y éste (el animal) canta en respuesta y se aproxima Arist.Mir.845b25, τῶν ἀγρίων ὁ ἡγεμὼν ἀντᾴσας ὡς μαχούμενος Arist.HA 614a11, ὁ δὲ τῶν ἀγρίων κορυφαῖος ἀντᾴσας πρὸ τῆς ἀγέλης μαχούμενος ἔρχεται Ael.NA 4.16
fig. responder ταῖς Μούσαις Luc.Pisc.6, τοῖς φθεγγομένοις Plu.2.794c, τῇ γραφῇ Clem.Al.Paed.2.12.120, cf. Hsch.
2 cantar en responsión en v. pas. τῆς ἀντιστρόφου τῇ στροφῇ ἀντᾳσθείσης Poll.4.112.

German (Pape)

[Seite 243] (für ἀνταείδω), im Gesang wetteifern, τινί, mit Einem, ταῖς Μούσαις Luc. Pisc. 6; Bahr. 88, 2; im Gesang antworten, Arist.; ἀντᾴσας Ael. H. A. 4. 16, vom Hahn, wie Plut. an seni 21; – pass., ἀντᾳσθῆναι Poll. 4, 112.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντᾴσομαι, part. ao. ἀντᾴσας, inf. ao. Pass. ἀντᾳσθῆναι;
chanter ou crier en réponse.
Étymologie: ἀντί, ᾄδω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντᾴδω: (fut. ἀντᾴσομαι, part. aor. άντᾴσας)
1) состязаться в пении (τινί Luc.);
2) (о животных, преимущ. птицах) петь в ответ, перекликаться (πέρδιξ ἀντᾴσας Arst.; ἀλεκτρυὼν ἀντᾴδων τοῖς φθεγγομένοις Plut.);
3) перен., ирон. заглушать своим пением, стараться перекричать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι, ᾄδω καὶ αὐτὸς εἰς ἀπόκρισιν, ἰδίως ἐπὶ τῶν περδίκων, ἀποκρίνομαι εἰς τὴν φωνὴν τοῦ ἑτέρου, ἐπὶ δὲ τὸν θηρευτὴν πέρδικα ὠθεῖται τῶν ἀγρίων ὁ ἡγεμὼν ἀντᾴσας ὡς μαχούμενος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 8, 8, πρβλ. π. Θαυμ. Ἀκ. 151. 2, Αἰλ. π. Ζ. 4.16· ἀντ. Μούσαις Λουκ. Ἁλ. 6· τοῖς φθεγγομένοις Πλούτ. 2.794C: ᾄδω καὶ ἐγώ, ἀντιφθέγγομαι, ἐγὼ δ’, ἢν τοῦτο δρᾷς, ἀντᾴσομαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 887: ― Παθ., στροφῇ ἀντᾳσθῆναι Πολυδ. Δ΄, 112.

Greek Monolingual

ἀντᾴδω (Α)
1. αποκρίνομαι στο άσμα κάποιου με άσμα
2. απαντώ σε κάποιον που με φωνάζει
3. βάζω τις φωνές σε κάποιον.