= ἀπατάω, Xenoph.11.
engañar, ἀλλήλους ἀ. Xenoph.B 11.3, 12.2.
[Seite 282] = folgd., Xenophan. bei Sext. Emp. 9, 193.
ἀπᾰτεύω: ap. Sext. = ἀπατάω.
ἀπᾰτεύω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἀπατάω, Ξενοφάν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9.193.
ἀπατεύω (Α)κάνω απάτη, απατώ.